www.iatreion.gr  peri.1  169x70_dicapro
 
 
ΔΙΑΓΝΩΣΗ-ΘΕΡΑΠΕΙΑ - 12/04/2008

γράφει η  ΞΗΡΟΥ ΜΑΡΙΑ
BSc, MSc ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ

Διαφορική διάγνωση

στις μαθησιακές δυσκολίες

Το πρόβλημα της διάγνωσης των μαθησιακών δυσκολιών τίθεται εφόσον το παιδί ξεκινήσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση.

Η διάγνωση τίθεται με στατιστικό τρόπο δηλαδή θεωρούμε ότι ένα παιδί έχει μαθησιακή δυσκολία εφόσον η καθυστέρηση στην ανάπτυξη των μαθησιακών του δυνατοτήτων υπερβαίνει τα όρια δύο σταθερών αποκλίσεων μεταξύ της επίδοσης του και των νοητικών του ικανοτήτων. Προϋπόθεση για την ορθή διάγνωση είναι η ύπαρξη προτυποποιημένων δοκιμασιών για την ηλικία και το σχολικό επίπεδο.

Οι μαθησιακές δυσκολίες πρέπει να διακρίνονται από τις φυσιολογικές παραλλαγές της ακαδημαϊκής επίδοσης και τις σχολικές δυσκολίες που οφείλονται στην απουσία επαρκούς εκπαίδευσης, όπως επίσης και σε πολιτιστικούς παράγοντες που καθορίζουν το εκπαιδευτικό σύστημα. Παιδιά με διαφορετικό εθνικό και πολιτιστικό υπόβαθρο, από αυτό του εκπαιδευτικού συστήματος στο οποίο εκπαιδεύονται, συχνά παρουσιάζουν δυσκολίες στο σχολείο. Για παράδειγμα παιδιά παλιννοστούντων Ελλήνων, που παρουσιάζουν δυσκολίες εξαιτίας ελλιπούς κατανόησης της ελληνικής γλώσσας κα όχι πραγματικής αδυναμίας κατανόησης ων εννοιών των λέξεων ή των αριθμητικών συμβόλων. Επίσης, παιδιά από πολυπροβληματικές οικογένειες συχνά έχουν λιγότερες ευκαιρίες για εκπαίδευση λόγω ανεπαρκούς φροντίδας.

Προβλήματα στην όραση και την ακοή μπορεί να επηρεάσουν τις μαθησιακές ικανότητες του παιδιού και πρέπει να διαγνωστούν ξεχωριστά.
Στα παιδιά με νοητική καθυστέρηση οι μαθησιακές δυσκολίες είναι το αποτέλεσμα της καθολικής δυσλειτουργίας των νοητικών λειτουργιών.
Παρόλα αυτά, σ’ ορισμένες περιπτώσεις ελαφράς ή μέτριας νοητικής καθυστέρησης το παιδί παρουσιάζει μεγαλύτερου βαθμού δυσκολίες στις μαθησιακές του ικανότητες από αυτές που αναμένονται για το επίπεδο της νοητικής του καθυστέρησης.
Τότε, πρέπει να τίθεται και η κατάλληλη διάγνωση μαθησιακής δυσκολίας. Με ανάλογο τρόπο πρέπει να τίθεται η διάγνωση της κατάλληλης μαθησιακής διαταραχής και στα παιδιά με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή π.χ. αυτισμός.


Παιδιά με πρωτογενείς συναισθηματικές διαταραχές συχνά έχουν δυσκολίες στο σχολείο εξαιτίας ανεπαρκούς κινήτρου, εμπλοκής της ψυχικής τους ενέργειας στην ενασχόληση με το πρόβλημα τους ή άγχος.

Παιδιά με σοβαρή κατάθλιψη, ψύχωση (είναι η πιο βαριά μορφή διαταραχής). Είναι το είδος των ψυχικών παθήσεων που βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που ο κοινός άνθρωπος αποκαλεί «τρέλα», γιατί χαρακτηρίζεται από τις πιο ακραίες και δραματικές ψυχοπαθολογικές αποκλίσεις., βαριά ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ή σχολική φοβία συχνά έχουν κακή σχολική απόδοση.

Παρόλα αυτά, τα παιδιά με πρωτογενείς συναισθηματικές διαταραχές διαφέρουν χαρακτηριστικά ως προς το μαθησιακό τους προφίλ από εκείνα με ειδική αναπτυξιακή μαθησιακή διαταραχή. Ειδικότερα, εάν διαπιστωθεί βαθμιαία μείωση της σχολικής απόδοσης, που εμφανίστηκε μαζί ή αργότερα από τη συναισθηματική διαταραχή, τότε η διάγνωση πρέπει να απομακρυνθεί από τις ειδικές μαθησιακές διαταραχές και οι υπάρχουσες μαθησιακές δυσκολίες να συσχετιστούν με την υποκειμενική συναισθηματική διαταραχή.


Πως αντιμετωπίζεται η δυσλεξία
Όταν λέμε «ανάγνωση» δεν εννοούμε συλλαβισμό, εννοούμε κατανόηση του κειμένου με το πρώτο διάβασμα, ώστε να μη χρειάζεται ανάλυση της κάθε λέξης, αλλά να μπορούμε με μια ματιά να συλλάβουμε τη φράση, να καταλάβουμε το νόημα της και να την συνδέσουμε με τις προηγούμενες. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, χρειάζεται η δυνατότητα για μια ολοκληρωτική αγωγή να έχει σαν πρώτο στόχο αυτό τον αυτοματισμό.
Η εκπαίδευση του παιδιού απαιτεί πολύχρονη ειδική αγωγή και εξάσκηση με τη βοήθεια ειδικών παιδαγωγών, είναι αυστηρά προσανατολισμένη στις ιδιαίτερες ικανότητες του και προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τις ισχυρές περιοχές των γνωσιακών και αντιληπτικών του δυνατοτήτων. Δεν δικαιολογείται η απομάκρυνση του παιδιού από το «κανονικό» σχολείο. Για τη βελτίωση των μαθησιακών δυνατοτήτων έχουν προταθεί διάφορες φαρμακευτικές θεραπείες και ειδικές δίαιτες, χωρίς τεκμηριωμένο αποτέλεσμα και γι ΄αυτό δεν συνιστώνται στην κλινική πράξη.
Δεν αρκεί να εξηγήσουμε σ΄ ένα δυσλεξικό παιδί ότι διαβάζουμε πάντοτε από αριστερά προς τα δεξιά κι από πάνω προς τα κάτω, ώστε να μην κάνει πια αντιστροφές. Αυτό θα γίνει δουλεύοντας και επαναλαμβάνοντας μερικές ασκήσεις ώστε να επιτύχουμε τον απαιτούμενο αυτοματισμό στην ανάγνωση του.

Πριν όμως ξεκινήσουμε μια διορθωτική αγωγή στην ανάγνωση, θα πρέπει να προηγηθούν:

Ακουομετρική εξέταση (μήπως το παιδί δεν ακούει)
Οφθαλμολογική εξέταση (μήπως το παιδί δεν βλέπει)
Πιαδοψυχιατρική εξέταση
Ψυχολογική εξέταση για το νοητικό (Δ.Ν.) και συναισθηματικό τομέα
Η μέθοδος που ακολουθούμε στη διορθωτική αγωγή έχει ως αφετηρία μια βασική παιδαγωγική αρχή. Ότι προχωρούμε από τα απλά στα σύνθετα. Στη διορθωτική αγωγή πολλές φορές είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάξουμε αυτή την προοδευτική αρχή και πέρα από κάθε λογική. Εκείνο όμως που προσέχουμε ιδιαίτερα είναι, ότι πρέπει να στηριζόμαστε σε ό,τι γνωρίζει το παιδί, ώστε να πάρει κουράγιο για μια συνέχιση της αγωγής.
Επίσης, εκεί που δίνεται μεγάλη προσοχή είναι στο θέμα προσανατολισμού χώρου και χρόνου, για το οποίο χαρακτηρίζονται τα δυσλεξικά παιδιά με πλήρη έλλειψη. Γίνονται πολλές ασκήσεις για σταθερή οργάνωση του δεξιού – αριστερού, του πάνω – κάτω, του μπροστά – πίσω, του πριν – μετά, του χθες – σήμερα – αύριο και η οικειότητα με αυτές τις βασικές έννοιες.
Ακόμη γίνονται πολλές ασκήσεις εκτίμησης, ώστε να μάθει το παιδί να μετράει με ακρίβεια, να εκτιμά, να συγκεντρώνει μήκη, επιφάνειες, διαστήματα, διαστάσεις. Μεγάλη σημασία όμως θα πρέπει να δοθεί στην εκπαίδευση των γονέων, προκειμένου να αποβάλουν τη φυσιολογική τους αγωνία και να συμμετέχουν στην εκπαίδευση του παιδιού.
Και τούτο γιατί, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, η γονεïκή υποστήριξη είναι θεμελιώδους σημασίας για την επιτυχία της θεραπείας. Η αποδιοργάνωση, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η συναισθηματική αστάθεια και η δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις, με τα συνακόλουθα προβλήματα συμπεριφοράς του παιδιού, απαιτούν συχνά εξειδικευμένη ψυχοθεραπευτική βοήθεια στο παιδί και στους γονείς, για να διατηρήσουν το αίσθημα επάρκειας και αυτοσεβασμού τους, αποτελεί έναν από τους κυριότερους στόχους της θεραπευτικής αντιμετώπισης των μαθησιακών δυσκολιών.

Οι δυσμενείς συνέπειες στη σχολική απόδοση του παιδιού, οφείλονται στην αρνητική σχέση του με τους άμεσους συνεργάτες του και δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στο σύγχρονο σχολείο. Η μάθηση λοιπόν συνδέεται με ένα παράγοντα ψυχολογικό, που επηρεάζεται από το κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού. Είναι σίγουρο πως ορισμένα από τα παιδιά που παρουσιάζουν ειδική μαθησιακή δυσκολία, εάν τους είχε εφαρμοστεί η μέθοδος του καλού ξεκινήματος, δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα – εκτός φυσικά από μερικές περιπτώσεις που έχουν ανάγκη ψυχοθεραπείας ή μιας πραγματικής διορθωτικής αγωγής (κινητική καθυστέρηση, αργοπορία στην κίνηση, καθυστέρηση στο λόγο).


Πορεία και πρόγνωση
Η ειδική διαταραχή της ανάγνωσης είναι διάγνωση που συνοδεύει το άτομο σ’ όλη του τη ζωή. Για την ειδική διαταραχή των αριθμητικών ικανοτήτων δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να επιτρέπουν ασφαλή πρόγνωση. Τα συμπτώματα των μαθησιακών διαταραχών μπορούν να βελτιωθούν με την κατάλληλη θεραπεία, αλλά η διαταραχή παραμένει.
Η ειδική διαταραχή της ανάγνωσης έχει τυπική πορεία. Η δυσκολία του παιδιού στην εκμάθηση της ανάγνωσης, που συνήθως εμφανίζεται πριν από τα 7 του χρόνια, ακολουθείται από τη δυσκολία στην ορθογραφία, που εμφανίζεται συνήθως στα 7 και η κλινική εικόνα ολοκληρώνεται στα 8, με την εμφάνιση της δυσκολίας στο γράψιμο. Με την κατάλληλη αγωγή, οι δυσκολίες βελτιώνονται βαθμιαία και είναι σπάνιο το φαινόμενο στην ενήλικη ζωή το άτομο να μην μπορεί να διαβάσει με τρόπο ικανοποιητικό. Οι διαταραχές στην ορθογραφία και το παραμένουν οι συνηθέστερες εκδηλώσεις στους ενήλικες.
Τα παιδιά με τη μεγαλύτερη νοημοσύνη και με το υψηλότερο κοινωνικό – οικονομικό επίπεδο υποστηρίζεται ότι έχουν καλύτερη πρόγνωση. Η πρόγνωση θεωρείται χειρότερη, όταν συνυπάρχουν συναισθηματικές διαταραχές και διαταραχή της συγκέντρωσης της προσοχής.
Παρόλα αυτά, άτομα με μαθησιακές δυσκολίες συναντάμε σ’ όλες τις κοινωνικές δομές και στα περισσότερα επαγγέλματα, ακόμη και σε εκείνα που απαιτούν ανώτατη εκπαίδευση. Ωστόσο, τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες αποφεύγουν να ακολουθήσουν ευθέως με τις δυσκολίες τους, π.χ. φιλολογία, μαθηματικά κ.λπ.








 ΑΓΩΓΗ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ
 weather_gif
 dok.1
 topten
 www.fsa.gr